- ἑπταπλασίως
- ἑπταπλασίως adv. (s. prec. entry; LXX; the adj. Pla., Ep. 7, 332a; Eutocius [Archimed., Op. Omn. ed. JHeiberg III 1915] p. 244, 24) sevenfold Hs 6, 4, 2.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἑπταπλασίως — ἑπταπλάσιος sevenfold adverbial ἑπταπλάσιος sevenfold masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταπλάσιος — και εφταπλάσιος, α, ο (AM ἑπταπλάσιος, ία, ον) 1. επτά φορές μεγαλύτερος 2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ. 3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.). επίρρ... επταπλασίως και επταπλάσια (AM … Dictionary of Greek
ԵՕԹՆՊԱՏԻԿ — ( ) NBH 1 0708 Chronological Sequence: Early classical ա. ἐπταπλασίων, ον septuplum ἐπταπλασίως septuplo Եօթնեկին. եօթնիցս կրկնեալ կամ կրկնելով. օխտը խաթ: ՟Բ. Թագ. ՟Ժ՟Բ. 6: Սղ. ՟Հ՟Ը. 12: ՟Ժ՟Ա. 7: Առակ. ՟Զ. 32: Դան. ՟Գ. 19: Ես. ՟Լ. 26: Կամ ἐπτάκις … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)